- ἀχραές
- ἀχρᾱές , ἄχραντοςundefiledmasc/fem voc sgἀχρᾱές , ἄχραντοςundefiledneut nom/voc/acc sgἀχραήςpuremasc/fem voc sgἀχραήςpureneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υποϊάχω — Α εκβάλλω χαμηλό ήχο ή εκβάλλω ήχο ως απάντηση («ψυχρὸν δ ἀχραὲς κράνα ὑποϊάχει», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἰάχω «βγάζω κραυγή, φωνάζω»] … Dictionary of Greek